κοσμοτρόφος

κοσμοτρόφος
κοσμο-τρόφος, ον,
A feeding the world, of Egypt, Man.1.2;

Ῥώμη IG14.1108c19

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοσμοτρόφος — κοσμοτρόφος, ον (ΑM) αυτός που διατρέφει τον κόσμο («κατῆρχε γῆς τῆς θαυμαστῆς, καλλίστης κοσμοτρόφου», Βί. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, κουρο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοτρόφος — feeding the world masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμοτρόφον — κοσμοτρόφος feeding the world masc/fem acc sg κοσμοτρόφος feeding the world neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμοτρόφε — κοσμοτρόφος feeding the world masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμοτρόφου — κοσμοτρόφος feeding the world masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμοτρόφων — κοσμοτρόφος feeding the world masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”